.........................................................................................
Όλα τα ζωντανά περίγυρα, χτήνη, δέντρα και άνθρωποι, έπλεκαν ακυβέρνητα μέσα στην αποθάρρυνση και την ανία. Μέσα τους είχαν κάτι τι ανήσυχο· επίβουλο κάτι επεριπετούσεν ολόγυρά τους· ο εφιάλτης αδάμαστος εκαθόταν στην ψυχή και την ανάγκαζε να ποθή αόριστα και όμως ασυμβίβαστα με τη ζωή και την αποστολή της. Τα χτήνη με τη μύτη ακουμπισμένη στη γη, τ’ αυτιά κάτω ριγμένα, την ουρά αργοκίνητη, βασιλεμένα τα μάτια εφρύμαζαν και αναχαράζονταν κι ετρεμούλιαζαν το σώμα, λες κι επάσχιζαν να διώξουν την ασφυξία που θανατική τα ετριγύριζε. Τα δέντρα, με τα φύλλα κρεμασμένα στα κλωνάρια τους, άψυχα μόλις εκινούνταν με φρικίαση στο λαβρόκαφτο φύσημα. Και οι άνθρωποι, όλοι με χαύνα πρόσωπα, έδειχναν πως είχαν αποκάμει και συχαθή πλέον την εντολή και τη μοίρα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου