Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999, η ελληνική εξωτερική πολιτική έκανε μία στροφή η οποία χαρακτηρίστηκε ως στρατηγική επιλογή. Επεχείρησε να μεταφέρει εντός του πεδίου της ΕΕ το σύνολο των ελληνοτουρκικών προβλημάτων περιλαμβανομένου και του Κυπριακού. Η Ελλάδα, θεωρώντας ότι το είδος των επιχειρημάτων της (επίκληση του Διεθνούς Δικαίου στην Κύπρο και στο Αιγαίο) δεν ήταν επαρκώς πειστικό έναντι της τουρκικής ισχύος, προτίμησε να απεμπλακεί από το βάρος της υπερασπίσεως των ελληνικών επιχειρημάτων.
Ως προς το Κυπριακό η επιλογή αυτή προσέφερε μία διέξοδο στην ακινησία ετών η οποία όμως έτυχε διαχείρισης από τον αμερικανοβρετανικό παράγοντα και οδήγησε στο Σχέδιο Ανάν με όλες τις αρνητικές συνέπειες για την ελληνική πλευρά.
Από την άλλη, η εμπλοκή της Ε.Ε. στις ελληνοτουρκικές διαφορές του Αιγαίου δεν ήταν επιτυχής. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο σημαντικών βελτιώσεων, εκτός εάν κάποια από τις δύο πλευρές απεφάσιζε να απομακρυνθεί ουσιωδώς από τις πάγιες θέσεις που υποστηρίζει από τη δεκαετία του 1970. Η Τουρκία, αφού εξασφάλισε την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών, έκτοτε επιχειρεί να ακυρώσει την ελληνική στρατηγική μεταφοράς των ελληνοτουρκικών διαφορών στο πεδίο της ΕΕ. Από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν θέλει να εμφανισθεί ως εμπόδιο στην ευρωπαϊκή της πορεία, στόχος της τουρκικής πολιτικής είναι να κατοχυρώσει ότι τα θέματα του Αιγαίου αποτελούν μακροχρόνια προβλήματα αποκλειστικώς διμερούς χαρακτήρα.
Πολλοί αναλυτές επεσήμαναν από το 1999 ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αυτόματη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Οι εν λόγω διαφορές δεν συνδέονται με τον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ. Επί παραδείγματι, ούτε η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ούτε η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου σχετίζονται με κάποιες ευρωπαϊκές σταθερές. Επομένως, η Ε.Ε. δεν μπορεί να προσδιορίσει τη λύση.
Αντιθέτως, η ΕΕ μπορεί να παρέμβει σε δύο σημεία. Το ένα αφορά τον τρόπο επιλύσεως των διμερών θεμάτων. Η ΕΕ μπορεί να ορίσει ως υποχρεωτική την προσφυγή σε διαδικασίες που θα καταλήγουν σε επίλυση των διαφορών. Κατά δεύτερο αλλά μείζονα λόγο, η ΕΕ μπορεί να υποχρεώσει στην τήρηση ειρηνικών και φιλικών κανόνων συμπεριφοράς μεταξύ των δύο κρατών. Στο Ελσίνκι το 1999 επελέγη η παρέμβαση της ΕΕ μόνον ως προς τον τρόπο επιλύσεως των διαφορών.
Οι ελληνοτουρκικές διαφορές αναφέρονται σε θέματα κυριαρχίας και κατ’ επέκτασιν γοήτρου εκάστου κράτους. Είναι δηλαδή θέματα στα οποία είναι γενικώς δύσκολες οι υποχωρήσεις. Επιπλέον, ο εσωτερικός πόλεμος κεμαλικών και ισλαμιστών περιορίζει ασφυκτικά τις δυνατότητες υποχωρήσεως της τουρκικής πλευράς. Οι κεμαλικοί επιθυμούν να δώσουν μάχη στην εξωτερική πολιτική, που μπορεί να μειώσει τον εσωτερικό αντίπαλο στα μάτια της τουρκικής κοινής γνώμης, αποδεικνύοντας ότι είναι μειοδότης. Αντιθέτως, οι ισλαμιστές δεν έχουν λόγο να συγκρουσθούν σε ένα θέμα που δεν τους ενδιαφέρει άμεσα σε σχέση με τον έλεγχο των κυρίαρχων μηχανισμών στο τουρκικό κράτος. Επομένως, ήταν και παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει έστω και στοιχειώδης υποχώρηση της Τουρκίας στα ελληνοτουρκικά θέματα.
Πέραν των διμερών προβλημάτων, η Ελλάδα επικεντρώνεται και στα βήματα εκδημοκρατισμού, που υποχρεωτικώς θα ακολουθήσει για την ένταξή της η Τουρκία. Η Ευρώπη όμως δείχνει να επαναλαμβάνει στην Τουρκία με πολιτικούς όρους ό,τι συνέβη με στρατιωτικούς όρους στο Ιράκ. Οι ΗΠΑ επέλεξαν να εξουδετερώσουν στρατιωτικά το αυταρχικό πλην όμως «κοσμικό» καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Στη μετά Σαντάμ εποχή κυριαρχούν οι Σιίτες ισλαμιστές ηγέτες οι οποίοι έχουν πλέον και τη δημοκρατική νομιμοποίηση. Η ΕΕ, αντιστοίχως, επιχειρεί να ανατρέψει τις ισορροπίες κατά των κεμαλικών και υπέρ του αντιπάλου τους, Ερντογάν. Οι κεμαλικοί είναι οπαδοί του κοσμικού κράτους, πολύ πιο φιλοδυτικοί από τους ισλαμιστές. Το σοβαρότατο έλλειμμά τους εντοπίζεται στον εκδημοκρατισμό της χώρας και στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των μειονοτήτων. Οι ισλαμιστές, όμως, που είναι ένθερμοι θιασώτες της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, επιδιώκουν να ενισχύσουν το ρόλο του Ισλάμ στην καθημερινή δημόσια ζωή και να εξασφαλίσουν τη νομιμοποίηση που η σχέση με τα ευρωπαϊκά κόμματα προσφέρει στο δικό τους. Συνεπώς, όποια και αν είναι η κατάληξη αυτής της αντιπαράθεσης δεν είναι βέβαιον ότι η ενταξιακή πορεία θα οδηγήσει αναγκαστικά σε μία δημοκρατική και φιλοδυτική Τουρκία.
Επανεκτιμώντας, δέκα χρόνια μετά, τη στρατηγική επιλογή της Ελληνικής διπλωματίας στο Ελσίνκι μπορεί κάποιος να διαπιστώσει ότι ο χρόνος δεν λειτούργησε υπέρ της Ελλάδος. Αντιθέτως, σήμερα η Τουρκία είναι πιο επιθετική στο Αιγαίο, πιο υπονομευτική στο θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας της Δ. Θράκης, συνεχίζει να είναι αδιάλλακτη στο διαδικαστικό θέμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και στο Κυπριακό αρνείται να εφαρμόσει στοιχειώδεις και συμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από την ενταξιακή της πορεία. Επιπλέον, αν αναλύσουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις συγκριτικά, σε μακροστρατηγικούς παράγοντες, διαπιστώνουμε ότι η Τουρκία, σε σχέση με αυτό που ήταν πριν από δέκα χρόνια, είναι δημογραφικά πολυπληθέστερη, οικονομικά πλουσιότερη και στρατιωτικά ισχυρότερη, ενώ η Ελλάς παρουσιάζει αντιστρόφως δυσανάλογη εικόνα. Συμπερασματικά, οι προσδοκίες της Ελλάδος από τη στρατηγική επιλογή που έκανε στο Ελσίνκι αποδεικνύονται φρούδες ελπίδες, ενώ η Τουρκία εξαγόρασε χρόνο για να μετατρέψει σταδιακώς τις αδυναμίες του 1999 σε θέσεις ισχύος μέσα σε δέκα χρόνια.
Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Μελετών
Στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι το 1999, η ελληνική εξωτερική πολιτική έκανε μία στροφή η οποία χαρακτηρίστηκε ως στρατηγική επιλογή. Επεχείρησε να μεταφέρει εντός του πεδίου της ΕΕ το σύνολο των ελληνοτουρκικών προβλημάτων περιλαμβανομένου και του Κυπριακού. Η Ελλάδα, θεωρώντας ότι το είδος των επιχειρημάτων της (επίκληση του Διεθνούς Δικαίου στην Κύπρο και στο Αιγαίο) δεν ήταν επαρκώς πειστικό έναντι της τουρκικής ισχύος, προτίμησε να απεμπλακεί από το βάρος της υπερασπίσεως των ελληνικών επιχειρημάτων.
Ως προς το Κυπριακό η επιλογή αυτή προσέφερε μία διέξοδο στην ακινησία ετών η οποία όμως έτυχε διαχείρισης από τον αμερικανοβρετανικό παράγοντα και οδήγησε στο Σχέδιο Ανάν με όλες τις αρνητικές συνέπειες για την ελληνική πλευρά.
Από την άλλη, η εμπλοκή της Ε.Ε. στις ελληνοτουρκικές διαφορές του Αιγαίου δεν ήταν επιτυχής. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο σημαντικών βελτιώσεων, εκτός εάν κάποια από τις δύο πλευρές απεφάσιζε να απομακρυνθεί ουσιωδώς από τις πάγιες θέσεις που υποστηρίζει από τη δεκαετία του 1970. Η Τουρκία, αφού εξασφάλισε την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών, έκτοτε επιχειρεί να ακυρώσει την ελληνική στρατηγική μεταφοράς των ελληνοτουρκικών διαφορών στο πεδίο της ΕΕ. Από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν θέλει να εμφανισθεί ως εμπόδιο στην ευρωπαϊκή της πορεία, στόχος της τουρκικής πολιτικής είναι να κατοχυρώσει ότι τα θέματα του Αιγαίου αποτελούν μακροχρόνια προβλήματα αποκλειστικώς διμερούς χαρακτήρα.
Πολλοί αναλυτές επεσήμαναν από το 1999 ότι η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αυτόματη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Οι εν λόγω διαφορές δεν συνδέονται με τον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ. Επί παραδείγματι, ούτε η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ούτε η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου σχετίζονται με κάποιες ευρωπαϊκές σταθερές. Επομένως, η Ε.Ε. δεν μπορεί να προσδιορίσει τη λύση.
Αντιθέτως, η ΕΕ μπορεί να παρέμβει σε δύο σημεία. Το ένα αφορά τον τρόπο επιλύσεως των διμερών θεμάτων. Η ΕΕ μπορεί να ορίσει ως υποχρεωτική την προσφυγή σε διαδικασίες που θα καταλήγουν σε επίλυση των διαφορών. Κατά δεύτερο αλλά μείζονα λόγο, η ΕΕ μπορεί να υποχρεώσει στην τήρηση ειρηνικών και φιλικών κανόνων συμπεριφοράς μεταξύ των δύο κρατών. Στο Ελσίνκι το 1999 επελέγη η παρέμβαση της ΕΕ μόνον ως προς τον τρόπο επιλύσεως των διαφορών.
Οι ελληνοτουρκικές διαφορές αναφέρονται σε θέματα κυριαρχίας και κατ’ επέκτασιν γοήτρου εκάστου κράτους. Είναι δηλαδή θέματα στα οποία είναι γενικώς δύσκολες οι υποχωρήσεις. Επιπλέον, ο εσωτερικός πόλεμος κεμαλικών και ισλαμιστών περιορίζει ασφυκτικά τις δυνατότητες υποχωρήσεως της τουρκικής πλευράς. Οι κεμαλικοί επιθυμούν να δώσουν μάχη στην εξωτερική πολιτική, που μπορεί να μειώσει τον εσωτερικό αντίπαλο στα μάτια της τουρκικής κοινής γνώμης, αποδεικνύοντας ότι είναι μειοδότης. Αντιθέτως, οι ισλαμιστές δεν έχουν λόγο να συγκρουσθούν σε ένα θέμα που δεν τους ενδιαφέρει άμεσα σε σχέση με τον έλεγχο των κυρίαρχων μηχανισμών στο τουρκικό κράτος. Επομένως, ήταν και παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει έστω και στοιχειώδης υποχώρηση της Τουρκίας στα ελληνοτουρκικά θέματα.
Πέραν των διμερών προβλημάτων, η Ελλάδα επικεντρώνεται και στα βήματα εκδημοκρατισμού, που υποχρεωτικώς θα ακολουθήσει για την ένταξή της η Τουρκία. Η Ευρώπη όμως δείχνει να επαναλαμβάνει στην Τουρκία με πολιτικούς όρους ό,τι συνέβη με στρατιωτικούς όρους στο Ιράκ. Οι ΗΠΑ επέλεξαν να εξουδετερώσουν στρατιωτικά το αυταρχικό πλην όμως «κοσμικό» καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Στη μετά Σαντάμ εποχή κυριαρχούν οι Σιίτες ισλαμιστές ηγέτες οι οποίοι έχουν πλέον και τη δημοκρατική νομιμοποίηση. Η ΕΕ, αντιστοίχως, επιχειρεί να ανατρέψει τις ισορροπίες κατά των κεμαλικών και υπέρ του αντιπάλου τους, Ερντογάν. Οι κεμαλικοί είναι οπαδοί του κοσμικού κράτους, πολύ πιο φιλοδυτικοί από τους ισλαμιστές. Το σοβαρότατο έλλειμμά τους εντοπίζεται στον εκδημοκρατισμό της χώρας και στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των μειονοτήτων. Οι ισλαμιστές, όμως, που είναι ένθερμοι θιασώτες της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, επιδιώκουν να ενισχύσουν το ρόλο του Ισλάμ στην καθημερινή δημόσια ζωή και να εξασφαλίσουν τη νομιμοποίηση που η σχέση με τα ευρωπαϊκά κόμματα προσφέρει στο δικό τους. Συνεπώς, όποια και αν είναι η κατάληξη αυτής της αντιπαράθεσης δεν είναι βέβαιον ότι η ενταξιακή πορεία θα οδηγήσει αναγκαστικά σε μία δημοκρατική και φιλοδυτική Τουρκία.
Επανεκτιμώντας, δέκα χρόνια μετά, τη στρατηγική επιλογή της Ελληνικής διπλωματίας στο Ελσίνκι μπορεί κάποιος να διαπιστώσει ότι ο χρόνος δεν λειτούργησε υπέρ της Ελλάδος. Αντιθέτως, σήμερα η Τουρκία είναι πιο επιθετική στο Αιγαίο, πιο υπονομευτική στο θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας της Δ. Θράκης, συνεχίζει να είναι αδιάλλακτη στο διαδικαστικό θέμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και στο Κυπριακό αρνείται να εφαρμόσει στοιχειώδεις και συμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από την ενταξιακή της πορεία. Επιπλέον, αν αναλύσουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις συγκριτικά, σε μακροστρατηγικούς παράγοντες, διαπιστώνουμε ότι η Τουρκία, σε σχέση με αυτό που ήταν πριν από δέκα χρόνια, είναι δημογραφικά πολυπληθέστερη, οικονομικά πλουσιότερη και στρατιωτικά ισχυρότερη, ενώ η Ελλάς παρουσιάζει αντιστρόφως δυσανάλογη εικόνα. Συμπερασματικά, οι προσδοκίες της Ελλάδος από τη στρατηγική επιλογή που έκανε στο Ελσίνκι αποδεικνύονται φρούδες ελπίδες, ενώ η Τουρκία εξαγόρασε χρόνο για να μετατρέψει σταδιακώς τις αδυναμίες του 1999 σε θέσεις ισχύος μέσα σε δέκα χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου