Όλοι πρέπει να το υποστηρίξουμε...
Ασθενείς στο έλεος της νόσου των χειρουργείων
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» την Κυριακή 14 Ιουνίου 2009.
Ασθενείς στο έλεος της νόσου των χειρουργείων
Η κλεψιέλα, τον τελευταίο χρόνο, έχει επεκταθεί σε τουλάχιστον είκοσι νοσηλευτικά ιδρύματα
«Τα ανθεκτικά μικρόβια κάνουν θραύση στα ελληνικά νοσοκομεία και εξαπλώνονται με τη μορφή επιδημικών κυμάτων, προκαλώντας εύλογη ανησυχία στους ασθενείς, κυρίως όταν πρόκειται να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση.»
«Τον τελευταίο χρόνο μια ανθεκτική μορφή κλεψιέλας (pneumiae) έχει επεκταθεί σε τουλάχιστον είκοσι νοσηλευτικά ιδρύματα, ενώ εδώ και πέντε έτη καταγράφονται επάλληλα επιδημικά κύματα διαφόρων μορφών του ίδιου ανθεκτικού μικροβίου, που δεν αντιμετωπίζεται εύκολα με αντιβιοτικά και «ευθύνεται» για θανάτους ασθενών. «Ο ίδιος κλώνος έχει βρεθεί σε πολλά νοσοκομεία, γεγονός συμβατό με διασπορά από ασθενή σε ασθενή και από νοσοκομείο σε νοσοκομείο», δήλωσε στην «Κ» ο καθηγητής Μικροβιολογίας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας Αλκης Βατόπουλος, που πραγματοποίησε τη μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του ευρωπαϊκού CDC για τον έλεγχο των λοιμώξεων «Urosurveilans». «Η θνητότητα από τη λοίμωξη αυτή στη χώρα μας δεν φαίνεται να είναι τόσο υψηλή όσο στο Ισραήλ, που άγγιξε το 40% των ασθενών που προσβλήθηκαν», υποστηρίζει. Ωστόσο, ο Ισραηλινός καθηγητής Γιαχούντα Καρμέλι, σε δημοσίευσή του στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό «Jama» του Μαρτίου, που αναφέρεται και στο ελληνικό πρόβλημα, εκτιμά ότι στη χώρα μας πεθαίνουν κάθε χρόνο (με στοιχεία του 2007) 1.700 άνθρωποι μόνο από λοίμωξη κλεψιέλας (17 ανά 100.000 κατοίκους). Η Ελλάδα κατέχει, σύμφωνα με το δίκτυο Hoonet (συντονιστής Α. Βατόπουλος), μια ακόμη θλιβερή πρωτιά στον τομέα των ανθεκτικών μικροβίων. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με την ανεξέλεγκτη χρήση αντιβιοτικών, αλλά όχι μόνο. Συνδέεται άμεσα με την κρίση που μαστίζει το Εθνικό Σύστημα Υγείας, τα κενά στην οργάνωσή του, τις ελλείψεις νοσηλευτικού προσωπικού, κλινών, Μονάδων Εντατικής Θεραπείας και Τμημάτων Φυσικής Αποκαταστάσεως.
Οι συνέπειες
Στα χειρουργικά τμήματα των νοσοκομείων βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με τις συνέπειες των λοιμώξεων. «Χειρουργήθηκε πριν από δύο μήνες με όγκο στο κεφάλι», μας λέει για μία ασθενή του, ο νευροχειρουργός διευθυντής Ανδρέας Σερέτης στο «Γ. Γεννηματάς». «Πήγε καλά, αλλά τώρα επέστρεψε με λοίμωξη του τραύματος. Υποβάλλεται σε θεραπεία με ισχυρά αντιβιοτικά κόστους 3.000 ευρώ την ημέρα. Εάν δεν ανταποκριθεί στη φαρμακευτική αγωγή και δημιουργηθεί απόστημα, θα υποβληθεί σε νέα χειρουργική επέμβαση. Συνήθως αντικαθίσταται και τμήμα του κρανίου και το οστό στο σημείο της μόλυνσης με τεχνητό. Καταλαβαίνετε τι σημαίνουν όλα αυτά για τον ασθενή, ο οποίος υφίσταται τις συνέπειες στην υγεία και τη ζωή του». Στους θαλάμους της Νευροχειρουργικής Κλινικής το βαρύ χρόνιο περιστατικό νοσηλεύεται δίπλα δίπλα με τον άρρωστο που μόλις βγήκε από το χειρουργείο, ενώ επτά κλίνες Αυξημένης Φροντίδας παραμένουν κλειστές. «Ο πρόεδρος του νοσοκομείου, Αντ. Αυγερινός, αγωνίστηκε να φτιάξει τη μονάδα, που είναι από τις πιο σύγχρονες. Από το 2005 είναι έτοιμη, όμως δεν λειτουργεί γιατί το υπουργείο δεν προσλαμβάνει προσωπικό. Χρειάζονται 12 νοσηλευτές για να ξεκινήσουμε. Από τα 24 κρεβάτια που έχει η κλινική, στα δέκα νοσηλεύονται χρονίως πασχόντες ασθενείς, ευάλωτοι σε μικρόβια με κατακλύσεις, τραχειοστομίες. Βρίσκονται εδώ, από έξι μήνες μέχρι δύο χρόνια, χωρίς να μπορούμε να τους προσφέρουμε τίποτε, διότι χρειάζονται υπηρεσίες φυσικής αποκατάστασης, που δεν υπάρχουν. Ορισμένοι μάλιστα έγιναν χρόνιοι πάσχοντες, ακριβώς λόγω της έλλειψης αυτών των υπηρεσιών. Οι λιγοστοί νοσηλευτές πηγαίνουν από τον χρόνιο ασθενή στον άρρωστο που βγαίνει από το χειρουργείο, με όλους τους κινδύνους διασποράς λοιμώξεων. Οσο για το κόστος, είναι απείρως μεγαλύτερο από τους μισθούς 12 νοσηλευτών».
Πώς θα περιορίσουμε τη μετάδοση
«Κάθε αντιβιοτικό που χρησιμοποιούμε πάρα πολύ, κάποια στιγμή θα αναπτύξει αντοχή στον συγκεκριμένο ασθενή», λέει στην «Κ» ο καθηγητής Εντατικής Θεραπείας Απόστολος Αρμαγανίδης. «Εάν το μικρόβιο αυτό μεταδοθεί και σε άλλον ασθενή, θα αποκτήσει και αυτός αντοχή. Επομένως, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιορίσουμε τη μετάδοση από τον ένα ασθενή στον άλλο».
«Χαρακτηριστικό είναι το συμπέρασμα μελέτης, σύμφωνα με την οποία η αύξηση του προσωπικού, έτσι ώστε ένας νοσηλευτής να έχει την ευθύνη μόνο δύο αντί τριών ασθενών, θα είχε ως αποτέλεσμα την αποφυγή του 27% των λοιμώξεων στους ασθενείς των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας», διευκρινίζει. «Κακώς οι μονάδες είναι ενιαίοι χώροι, διαφορετικά, όμως, θα ήταν δυσκολότερο να νοσηλεύονται οι ασθενείς με τόσο λίγο προσωπικό. Οι συνθήκες είναι δυσμενείς για την πρόληψη της διασποράς. Αν ένας νοσηλευτής πλένει τα χέρια του, όπως χρειάζεται, πριν ακουμπήσει τον άρρωστο, θα έπρεπε να ασχολείται στο ωράριό του μία με τρεις ώρες με αυτό. Ομως, δεν έχει τον χρόνο. Επομένως, η υλοποίηση των οδηγιών προϋποθέτει την αναγνώριση του προβλήματος από τους υπεύθυνους φορείς, την ύπαρξη πολιτικής βούλησης και τη διάθεση των απαιτούμενων πόρων».
Μεταφορά μικροβίων
Σαράντα στους εκατό ασθενείς που μολύνονται από κλεψιέλα ανθεκτική στις καρβαπενέμες, την πιο προωθημένη ομάδα αντιβιοτικών πεθαίνουν, σύμφωνα με μελέτη του αναπληρωτή καθηγητή Παθολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Δάικου και των συνεργατών του. «Η θνητότητα στις βακτηριαιμίες από κλεψιέλα που μελετήσαμε εμείς», δήλωσε στην «Κ», «είναι κατά μέσο όρο γύρω στο 20%. Στους ασθενείς, όμως, που έχουν μολυνθεί από κλεψιέλα ανθεκτική και στις καρβαπενέμες ήταν περίπου 40%»...
«Για την αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να επιμείνουμε στην τήρηση των κανόνων υγιεινής. Υπάρχουν οδηγίες από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και το ΚΕΛΠΝΟ, αλλά η συμμόρφωση σ’ αυτές είναι πολύ μικρή (περίπου στο 10%), μένουν στα χαρτιά.
Η δυναμική της διασποράς, όμως, είναι πολύ μεγάλη. Εάν σε ένα τμήμα έχουμε δύο ασθενείς που έχουν αποικιστεί με ανθεκτικά μικρόβια, όπως η περιβόητη κλεψιέλα, σε μία εβδομάδα θα έχουμε δέκα. Εάν οι ασθενείς αυτοί χειρουργηθούν, τους βάζουν μια ενδοφλέβια γραμμή ή κάνουν μια εισρόφηση, μπορεί να μολυνθούν. Ισως να μην έχει γίνει τόσο αντιληπτό αυτό, ακόμη και από γιατρούς. Συνάδελφος μου έλεγε: «Εγώ δεν τα ήξερα αυτά. Πλένω τα χέρια μου πριν από το φαγητό»...
«Η έλλειψη προσωπικού είναι ένα πρόβλημα, αλλά δεν είναι το μοναδικό, είναι θέμα παιδείας, συνήθειας, χαρακτήρα», προσθέτει. «Στην Ελλάδα συμμετέχουν και οι συγγενείς στη νοσηλεία (στις άλλες χώρες αυτό δεν συμβαίνει) ή αποκλειστικές που δεν είναι εκπαιδευμένες. Πάνε να βοηθήσουν και τον διπλανό άρρωστο, χωρίς να παίρνουν κάποιο μέτρο. Μεταφέρουν τα μικρόβια. Στις περισσότερες μονάδες υπάρχει το ίδιο πρόβλημα. Και στον ιδιωτικό τομέα. Το καλοκαίρι, πολλές ΜΕΘ κλείνουν και απολυμαίνονται. Ομως, όταν ανοίξουν έρχονται άρρωστοι από άλλες μονάδες οι οποίοι είναι αποικισμένοι με αυτά τα μικρόβια. Σε δύο μέρες η εικόνα είναι ίδια».
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο κ. Δάικος, χρειάζονται μόνο 48 ώρες νοσηλείας για να αποκτήσει ο άρρωστος τη χλωρίδα του νοσοκομείου. Οσο πιο βαριά είναι, τόσο πιο εύκολα γίνεται αυτό. Περισσότερο ευάλωτοι είναι οι ασθενείς που σε μικρό χρονικό διάστημα υποβάλλονται και σε δεύτερο χειρουργείο, διότι έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν λοίμωξη.»
Πηγή: www.news.kathimerini.gr
Ασθενείς στο έλεος της νόσου των χειρουργείων
Η κλεψιέλα, τον τελευταίο χρόνο, έχει επεκταθεί σε τουλάχιστον είκοσι νοσηλευτικά ιδρύματα
«Τα ανθεκτικά μικρόβια κάνουν θραύση στα ελληνικά νοσοκομεία και εξαπλώνονται με τη μορφή επιδημικών κυμάτων, προκαλώντας εύλογη ανησυχία στους ασθενείς, κυρίως όταν πρόκειται να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση.»
«Τον τελευταίο χρόνο μια ανθεκτική μορφή κλεψιέλας (pneumiae) έχει επεκταθεί σε τουλάχιστον είκοσι νοσηλευτικά ιδρύματα, ενώ εδώ και πέντε έτη καταγράφονται επάλληλα επιδημικά κύματα διαφόρων μορφών του ίδιου ανθεκτικού μικροβίου, που δεν αντιμετωπίζεται εύκολα με αντιβιοτικά και «ευθύνεται» για θανάτους ασθενών. «Ο ίδιος κλώνος έχει βρεθεί σε πολλά νοσοκομεία, γεγονός συμβατό με διασπορά από ασθενή σε ασθενή και από νοσοκομείο σε νοσοκομείο», δήλωσε στην «Κ» ο καθηγητής Μικροβιολογίας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας Αλκης Βατόπουλος, που πραγματοποίησε τη μελέτη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του ευρωπαϊκού CDC για τον έλεγχο των λοιμώξεων «Urosurveilans». «Η θνητότητα από τη λοίμωξη αυτή στη χώρα μας δεν φαίνεται να είναι τόσο υψηλή όσο στο Ισραήλ, που άγγιξε το 40% των ασθενών που προσβλήθηκαν», υποστηρίζει. Ωστόσο, ο Ισραηλινός καθηγητής Γιαχούντα Καρμέλι, σε δημοσίευσή του στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό «Jama» του Μαρτίου, που αναφέρεται και στο ελληνικό πρόβλημα, εκτιμά ότι στη χώρα μας πεθαίνουν κάθε χρόνο (με στοιχεία του 2007) 1.700 άνθρωποι μόνο από λοίμωξη κλεψιέλας (17 ανά 100.000 κατοίκους). Η Ελλάδα κατέχει, σύμφωνα με το δίκτυο Hoonet (συντονιστής Α. Βατόπουλος), μια ακόμη θλιβερή πρωτιά στον τομέα των ανθεκτικών μικροβίων. Το γεγονός αυτό σχετίζεται με την ανεξέλεγκτη χρήση αντιβιοτικών, αλλά όχι μόνο. Συνδέεται άμεσα με την κρίση που μαστίζει το Εθνικό Σύστημα Υγείας, τα κενά στην οργάνωσή του, τις ελλείψεις νοσηλευτικού προσωπικού, κλινών, Μονάδων Εντατικής Θεραπείας και Τμημάτων Φυσικής Αποκαταστάσεως.
Οι συνέπειες
Στα χειρουργικά τμήματα των νοσοκομείων βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος με τις συνέπειες των λοιμώξεων. «Χειρουργήθηκε πριν από δύο μήνες με όγκο στο κεφάλι», μας λέει για μία ασθενή του, ο νευροχειρουργός διευθυντής Ανδρέας Σερέτης στο «Γ. Γεννηματάς». «Πήγε καλά, αλλά τώρα επέστρεψε με λοίμωξη του τραύματος. Υποβάλλεται σε θεραπεία με ισχυρά αντιβιοτικά κόστους 3.000 ευρώ την ημέρα. Εάν δεν ανταποκριθεί στη φαρμακευτική αγωγή και δημιουργηθεί απόστημα, θα υποβληθεί σε νέα χειρουργική επέμβαση. Συνήθως αντικαθίσταται και τμήμα του κρανίου και το οστό στο σημείο της μόλυνσης με τεχνητό. Καταλαβαίνετε τι σημαίνουν όλα αυτά για τον ασθενή, ο οποίος υφίσταται τις συνέπειες στην υγεία και τη ζωή του». Στους θαλάμους της Νευροχειρουργικής Κλινικής το βαρύ χρόνιο περιστατικό νοσηλεύεται δίπλα δίπλα με τον άρρωστο που μόλις βγήκε από το χειρουργείο, ενώ επτά κλίνες Αυξημένης Φροντίδας παραμένουν κλειστές. «Ο πρόεδρος του νοσοκομείου, Αντ. Αυγερινός, αγωνίστηκε να φτιάξει τη μονάδα, που είναι από τις πιο σύγχρονες. Από το 2005 είναι έτοιμη, όμως δεν λειτουργεί γιατί το υπουργείο δεν προσλαμβάνει προσωπικό. Χρειάζονται 12 νοσηλευτές για να ξεκινήσουμε. Από τα 24 κρεβάτια που έχει η κλινική, στα δέκα νοσηλεύονται χρονίως πασχόντες ασθενείς, ευάλωτοι σε μικρόβια με κατακλύσεις, τραχειοστομίες. Βρίσκονται εδώ, από έξι μήνες μέχρι δύο χρόνια, χωρίς να μπορούμε να τους προσφέρουμε τίποτε, διότι χρειάζονται υπηρεσίες φυσικής αποκατάστασης, που δεν υπάρχουν. Ορισμένοι μάλιστα έγιναν χρόνιοι πάσχοντες, ακριβώς λόγω της έλλειψης αυτών των υπηρεσιών. Οι λιγοστοί νοσηλευτές πηγαίνουν από τον χρόνιο ασθενή στον άρρωστο που βγαίνει από το χειρουργείο, με όλους τους κινδύνους διασποράς λοιμώξεων. Οσο για το κόστος, είναι απείρως μεγαλύτερο από τους μισθούς 12 νοσηλευτών».
Πώς θα περιορίσουμε τη μετάδοση
«Κάθε αντιβιοτικό που χρησιμοποιούμε πάρα πολύ, κάποια στιγμή θα αναπτύξει αντοχή στον συγκεκριμένο ασθενή», λέει στην «Κ» ο καθηγητής Εντατικής Θεραπείας Απόστολος Αρμαγανίδης. «Εάν το μικρόβιο αυτό μεταδοθεί και σε άλλον ασθενή, θα αποκτήσει και αυτός αντοχή. Επομένως, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να περιορίσουμε τη μετάδοση από τον ένα ασθενή στον άλλο».
«Χαρακτηριστικό είναι το συμπέρασμα μελέτης, σύμφωνα με την οποία η αύξηση του προσωπικού, έτσι ώστε ένας νοσηλευτής να έχει την ευθύνη μόνο δύο αντί τριών ασθενών, θα είχε ως αποτέλεσμα την αποφυγή του 27% των λοιμώξεων στους ασθενείς των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας», διευκρινίζει. «Κακώς οι μονάδες είναι ενιαίοι χώροι, διαφορετικά, όμως, θα ήταν δυσκολότερο να νοσηλεύονται οι ασθενείς με τόσο λίγο προσωπικό. Οι συνθήκες είναι δυσμενείς για την πρόληψη της διασποράς. Αν ένας νοσηλευτής πλένει τα χέρια του, όπως χρειάζεται, πριν ακουμπήσει τον άρρωστο, θα έπρεπε να ασχολείται στο ωράριό του μία με τρεις ώρες με αυτό. Ομως, δεν έχει τον χρόνο. Επομένως, η υλοποίηση των οδηγιών προϋποθέτει την αναγνώριση του προβλήματος από τους υπεύθυνους φορείς, την ύπαρξη πολιτικής βούλησης και τη διάθεση των απαιτούμενων πόρων».
Μεταφορά μικροβίων
Σαράντα στους εκατό ασθενείς που μολύνονται από κλεψιέλα ανθεκτική στις καρβαπενέμες, την πιο προωθημένη ομάδα αντιβιοτικών πεθαίνουν, σύμφωνα με μελέτη του αναπληρωτή καθηγητή Παθολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργίου Δάικου και των συνεργατών του. «Η θνητότητα στις βακτηριαιμίες από κλεψιέλα που μελετήσαμε εμείς», δήλωσε στην «Κ», «είναι κατά μέσο όρο γύρω στο 20%. Στους ασθενείς, όμως, που έχουν μολυνθεί από κλεψιέλα ανθεκτική και στις καρβαπενέμες ήταν περίπου 40%»...
«Για την αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να επιμείνουμε στην τήρηση των κανόνων υγιεινής. Υπάρχουν οδηγίες από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και το ΚΕΛΠΝΟ, αλλά η συμμόρφωση σ’ αυτές είναι πολύ μικρή (περίπου στο 10%), μένουν στα χαρτιά.
Η δυναμική της διασποράς, όμως, είναι πολύ μεγάλη. Εάν σε ένα τμήμα έχουμε δύο ασθενείς που έχουν αποικιστεί με ανθεκτικά μικρόβια, όπως η περιβόητη κλεψιέλα, σε μία εβδομάδα θα έχουμε δέκα. Εάν οι ασθενείς αυτοί χειρουργηθούν, τους βάζουν μια ενδοφλέβια γραμμή ή κάνουν μια εισρόφηση, μπορεί να μολυνθούν. Ισως να μην έχει γίνει τόσο αντιληπτό αυτό, ακόμη και από γιατρούς. Συνάδελφος μου έλεγε: «Εγώ δεν τα ήξερα αυτά. Πλένω τα χέρια μου πριν από το φαγητό»...
«Η έλλειψη προσωπικού είναι ένα πρόβλημα, αλλά δεν είναι το μοναδικό, είναι θέμα παιδείας, συνήθειας, χαρακτήρα», προσθέτει. «Στην Ελλάδα συμμετέχουν και οι συγγενείς στη νοσηλεία (στις άλλες χώρες αυτό δεν συμβαίνει) ή αποκλειστικές που δεν είναι εκπαιδευμένες. Πάνε να βοηθήσουν και τον διπλανό άρρωστο, χωρίς να παίρνουν κάποιο μέτρο. Μεταφέρουν τα μικρόβια. Στις περισσότερες μονάδες υπάρχει το ίδιο πρόβλημα. Και στον ιδιωτικό τομέα. Το καλοκαίρι, πολλές ΜΕΘ κλείνουν και απολυμαίνονται. Ομως, όταν ανοίξουν έρχονται άρρωστοι από άλλες μονάδες οι οποίοι είναι αποικισμένοι με αυτά τα μικρόβια. Σε δύο μέρες η εικόνα είναι ίδια».
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο κ. Δάικος, χρειάζονται μόνο 48 ώρες νοσηλείας για να αποκτήσει ο άρρωστος τη χλωρίδα του νοσοκομείου. Οσο πιο βαριά είναι, τόσο πιο εύκολα γίνεται αυτό. Περισσότερο ευάλωτοι είναι οι ασθενείς που σε μικρό χρονικό διάστημα υποβάλλονται και σε δεύτερο χειρουργείο, διότι έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν λοίμωξη.»
Πηγή: www.news.kathimerini.gr
Διαβάστε περισσότερα...
Ζοφερή εικόνα και στη Θεσσαλονίκη
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» την Κυριακή 14 Ιουνίου 2009.
Ζοφερή εικόνα και στη Θεσσαλονίκη
«Στα αλτρουιστικά ανακλαστικά γιατρών και νοσηλευτών στηρίζεται η λειτουργία των περισσότερων νοσηλευτικών ιδρυμάτων του νομού Θεσσαλονίκης που βρίσκονται εν αναμονή προσλήψεων γιατρών.»
Πάνω από 500 υπολογίζονται οι κενές θέσεις ιατρικού προσωπικού στα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία της πόλης όπου σήμερα υπηρετούν συνολικά 2600 γιατροί ενώ τα προβλήματα εστιάζονται και στις ελλείψεις νοσηλευτικού προσωπικού που στα περισσότερα νοσοκομεία ξεπερνούν το 50% επί του συνόλου των εργαζομένων.
«Ιπποκράτειο»: υπάρχει έλλειψη γιατρών στο παιδοογκολογικό, το μικροβιολογικό και το ακτινολογικό. Τρεις από τις δέκα κλίνες της Μ.Ε.Θ. δεν λειτουργούν, στις παθολογικές κλινικές μια νοσηλεύτρια αντιστοιχεί σε 40 ασθενείς, στο τεχνητό νεφρό δεν υπάρχει νυχτερινή βάρδια ενώ δυο χειρουργικές αίθουσες έχουν κλείσει με αποτέλεσμα να καθυστερούν τα τακτικά χειρουργεία, λέει στη «Κ» η χειρουργός -εντατικολόγος κ. Μαρίλη Πασακιώτου.
«Αγιος Παύλος»: Τριάντα επιπλέον θέσεις γιατρών (20%) ζήτησε το νοσοκομείο, ωστόσο «για την εναρμόνισή μας με την Ευρώπη θα χρειαστούμε περισσότερους από 60 γιατρούς», αναφέρει στην «Κ» ο γιατρός κ. Στρατής Πλωμαρίτης.
«Γεννηματάς»: Ανεφάρμοστος δείχνει ο στόχος εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας για τις εφημερίες, με βάση το υπάρχον ιατρικό δυναμικό αφού όπως διευκρινίζει στην «Κ» η ακτινολόγος κ. Δάφνη Κατσίμπα, η Μ.Ε.Θ, οι παθολογικές και η καρδιολογική κλινική, χρειάζονται συνολικά τουλάχιστον 20 επιμελητές και ειδικευόμενους για την ομαλή λειτουργία τους.
«Θεαγένειο»: Ενενήντα επιπλέον γιατρούς ειδικούς και ειδικευόμενους ζητεί το «Θεαγένειο» για την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, μολονότι το νοσοκομείο δεν είναι ενταγμένο στο σύστημα γενικής εφημερίας παρά μόνον για ασθενείς με ογκολογικά προβλήματα. Σήμερα λειτουργεί με 220-230 γιατρούς -ειδικευόμενους και ειδικούς- με τους οποίους όπως εκτιμά ο καρδιολόγος, διευθυντής της ιατρικής υπηρεσίας κ. Θόδωρος Μπισινιώτης «οι ανάγκες των τμημάτων δεν καλύπτονται χειρότερα από τα υπόλοιπα νοσηλευτικά ιδρύματα που σημαίνει ότι δεν είμαστε επικίνδυνοι στην ιατρική πράξη»...»
Πηγή: www.news.kathimerini.gr
Ζοφερή εικόνα και στη Θεσσαλονίκη
«Στα αλτρουιστικά ανακλαστικά γιατρών και νοσηλευτών στηρίζεται η λειτουργία των περισσότερων νοσηλευτικών ιδρυμάτων του νομού Θεσσαλονίκης που βρίσκονται εν αναμονή προσλήψεων γιατρών.»
Πάνω από 500 υπολογίζονται οι κενές θέσεις ιατρικού προσωπικού στα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία της πόλης όπου σήμερα υπηρετούν συνολικά 2600 γιατροί ενώ τα προβλήματα εστιάζονται και στις ελλείψεις νοσηλευτικού προσωπικού που στα περισσότερα νοσοκομεία ξεπερνούν το 50% επί του συνόλου των εργαζομένων.
«Ιπποκράτειο»: υπάρχει έλλειψη γιατρών στο παιδοογκολογικό, το μικροβιολογικό και το ακτινολογικό. Τρεις από τις δέκα κλίνες της Μ.Ε.Θ. δεν λειτουργούν, στις παθολογικές κλινικές μια νοσηλεύτρια αντιστοιχεί σε 40 ασθενείς, στο τεχνητό νεφρό δεν υπάρχει νυχτερινή βάρδια ενώ δυο χειρουργικές αίθουσες έχουν κλείσει με αποτέλεσμα να καθυστερούν τα τακτικά χειρουργεία, λέει στη «Κ» η χειρουργός -εντατικολόγος κ. Μαρίλη Πασακιώτου.
«Αγιος Παύλος»: Τριάντα επιπλέον θέσεις γιατρών (20%) ζήτησε το νοσοκομείο, ωστόσο «για την εναρμόνισή μας με την Ευρώπη θα χρειαστούμε περισσότερους από 60 γιατρούς», αναφέρει στην «Κ» ο γιατρός κ. Στρατής Πλωμαρίτης.
«Γεννηματάς»: Ανεφάρμοστος δείχνει ο στόχος εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας για τις εφημερίες, με βάση το υπάρχον ιατρικό δυναμικό αφού όπως διευκρινίζει στην «Κ» η ακτινολόγος κ. Δάφνη Κατσίμπα, η Μ.Ε.Θ, οι παθολογικές και η καρδιολογική κλινική, χρειάζονται συνολικά τουλάχιστον 20 επιμελητές και ειδικευόμενους για την ομαλή λειτουργία τους.
«Θεαγένειο»: Ενενήντα επιπλέον γιατρούς ειδικούς και ειδικευόμενους ζητεί το «Θεαγένειο» για την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, μολονότι το νοσοκομείο δεν είναι ενταγμένο στο σύστημα γενικής εφημερίας παρά μόνον για ασθενείς με ογκολογικά προβλήματα. Σήμερα λειτουργεί με 220-230 γιατρούς -ειδικευόμενους και ειδικούς- με τους οποίους όπως εκτιμά ο καρδιολόγος, διευθυντής της ιατρικής υπηρεσίας κ. Θόδωρος Μπισινιώτης «οι ανάγκες των τμημάτων δεν καλύπτονται χειρότερα από τα υπόλοιπα νοσηλευτικά ιδρύματα που σημαίνει ότι δεν είμαστε επικίνδυνοι στην ιατρική πράξη»...»
Πηγή: www.news.kathimerini.gr
Διαβάστε περισσότερα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου