Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ κυρ-ΜΕΝΤΙΟΥ

......Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ,
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό........

Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια

καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!

Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!

Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.

Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,

φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!

Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,

ἀνηφόρι, κατηφόρι,

καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,

ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.


Εἴκοσι χρονῶ γομάρι

σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι

κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ

τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.


Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι

(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)

ὄργωνα στὰ ρέματα

τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.


Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»

κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ

γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.


Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη

καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!


Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα

μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα

στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ

νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.


Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του

μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:

«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!


Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει

ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.

Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!


Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα

παρασφίξουνε τὰ γέρα,

θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,

τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!


Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ

θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι

κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ

(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),


Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ

στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,

τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!

Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα

κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,

μὲ πετάξανε μακριὰ
νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.


Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω

στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:

«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν

καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!

Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη

ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,

σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!


Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε

ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ

πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.


Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι

πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:

«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.

Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου
- τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο

χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!

Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.


Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει

κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς»
Αναρτήθηκε από σχόλιο του ΔΗΜΗΤΡΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου