Tα ξερά φύλλα που είχαν σκεπάσει το μονοπάτι του δάσους έτριζαν κάτω από τα πόδια του, και το κυπρί του μουλαριού χτυπούσε ρυθμικά σε κάθε του βήμα.
Αναρωτιόταν αν η επιστροφή αυτή θα ήταν η στερνή έπειτα από τόσες περιπέτειες ή, αντίθετα, θα αποτελούσε μια νέα σελίδα στη ζωή του.
Κάπως έτσι, κοντά στα βουνά της Μουργκάνας, στα σύνορα Αλβανίας και Ελλάδας, ο Πέτρος Χαρίσης κάνει το καινούργιο του ξεκίνημα.
Εκεί, στην όχθη του Ξεριά, αποφασίζει να χτίσει μια παράγκα γύρω από την οποία στη συνέχεια θα αναπτυχθεί το κέντρο του νέου χωριού.
Η φαμίλια του αβγαταίνει, το ίδιο και η περιουσία του, ώσπου τα σύνορα που είχαν χωρίσει το χωριό στα δύο έκλεισαν.
Ο Πέτρος Χαρίσης θα θεωρείται πλέον Αλβανός πολίτης.
Και η ζωή του, όπως την ονειρευόταν, δε θα είναι ποτέ πια η ίδια.
Πολιτικές συγκρούσεις, εθνικοί κατατρεγμοί, διαψεύσεις προσδοκιών, υποθέσεις κατασκοπείας που διαπλέκονται με προσωπικές ιστορίες, ζωές και όνειρα κομμένα στη μέση, οικογενειακά δράματα, όλα ρίχνουν φως σε μια σκοτεινή ιστορική περίοδο τριάντα πέντε χρόνων.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΑ SPOT
ΣΤΗΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ (SPOT 30")
Μιλάει στην “Κ. Αυγή” ο Τ ηλέμαχος Κώτσιας
Συνέντευξη στον NIKO AGO
nago@otenet.gr
Κάποιος τον έχει χαρακτηρίσει Έλληνα Ισμαήλ Κανταρέ. Ο ίδιος δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον τρόπο γραφής του Κανταρέ αλλά και γενικ 40; της αλβανικής λογοτεχνίας. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλβανία, αλλά γνωστός έγινε όταν ήρθε στην Ελλάδα, όπου έχει εκδώσει μέχρι σήμερα οκτώ λογmicron;τεχνικά έργα και έχει μεταφράσει μια σειρά από έργα Ελλήνων και Αλβανών συγγραφέων.
Ο Τηλέμαχος Κώτσιας είναι από αυτή τη σπάνια «ράτσα» συγγραφέων που ανδρώθηκαν ηλικιακά σε μια πατρίδα και λογοτεχνικά σε μια άλλη πατρίδα. Από αυτούς που αλλού έριξαν τον σπόρο του ταλέντου τους και αλλού φύτρωσε. Έλληνας της μειονότητας στην Αλβανία ο Κώτσιας, γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα σαράντα του χρόνια στη Δρόπολη. Και οι ήρωές του συνήθως από 'κεί κατάγονται. Με δυο πατρίδες ο ίδιος, με δυο και αυτοί. Ο Κώτσιας αποτελεί αναμφίβολα τον καλύτερο αφηγητή για όποιον θέλει να ταξιδέψει στο παρελθόν της μειονότητας, αλλά και της αποκομμένης από τον υπόλοιπο κόσμο Αλβανίας.
* Από πότε θέλατε να γίνετε συγγραφέας;
Από τότε που θυμάμαι να γράφω και να διαβάζω. Από τα κείμενα που κάναμε στο δημοτικό, έβαζα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι και εγώ θα μπορούσα να γράψω τέτοια. Έγραφα και τα έβαζα σε ένα εντοιχισμένο ντουλάπι στο σπίτι. Θα πρέπει να ήταν καλά, γιατί τα είχαν φάει όλα τα ποντίκια και μάλλον μου ζητούσαν κι άλλα. Στο σπίτι μας είχαμε πολλά ποντίκια που καταβρόχθιζαν βιβλία, εφημερίδες και πάσης φύσεως χειρόγραφα.
*Τι οικογενειακές καταβολές έχετε;
Ο παππούς μου, αλλά κι ο πατέρας μου ήταν αυτοδίδακτοι. Και με αυτή τη λέξη δεν θέλω να κρύβω την έννοια του αγράμματου. Είχαν γνώσεις, αλλά και λεπτά γούστα για την πεζογραφία και την ιστορία, που την ζήλευαν και οι διανοούμενοι.
* Έλληνας στην Αλβανία νιώσατε πάντα, Αλβανός στην Ελλάδα νιώσατε ποτέ;
Ήρθα στην Ελλάδα με ενθουσιασμό, μέρος του οποίου διατηρώ ακόμα. Σε μερικές περιπτώσεις έχω νιώσει και Αλβανός. Μερικές φορές έχω πικραθεί και δεν θέλω να τις θυμάμαι, άλλες φορές το είχα διασκεδάσει.
*Πόσο έχουν επηρεάσει τους ήρωές σας τα σύνορα;
Νομίζω πάρα πολύ. Αυτή όμως την απάντηση καλύτερα από μένα θα μπορούσε να τη δώσει κάποιος αναγνώστης μου ή, αν υπάρχει, κάποιος μελετητής. Δεν μπορώ να έχω και απόλυτη επίγνωση για το τι έχω γράψει.
*Τι είναι πατρίδα;
Την Αλβανία ως χώρα δεν την είχα νιώσει δική μου πατρίδα. Είχα νιώσει μόνο τη γενέτειρά μου, τη Δρόπολη. Άρχισα να νιώθω πατρίδα την Ελλάδα, αλλά τώρα διαπιστώνω ότι, για να θεωρείς κάποια χώρα πατρίδα, εκτός από το να είναι η χώρα σου, το έθνος σου, και όσα ορίζουν οι θεωρητικοί, υπάρχει κάτι άλλο πολύ πιο σημαντικό: πρέπει να σε αποδέχονται και τα άλλα άτομα της κοινωνίας ως συμπατριώτη. Γι’ αυτό και επανέρχομαι στην πρώτη μου θέση: πατρίδα είναι η γενέτειρά μου.
* Πριν έρθετε στην Ελλάδα και εκδώσετε τα βιβλία σας, πού δουλεύατε στη γενέτειρά σας;
Ήμουν αγρότης, ίσως το καλύτερο και το βασικότερο επάγγελμα της ανθρωπότητας. Το κακό ήταν ότι ήμουν καταδικασμένος να εργάζομαι ως αγρότης. Το καλό ήταν ότι στην πορεία αγάπησα αυτή τη δουλειά.
* Το ταλέντο συνοδεύει πάντα τον συγγραφέα ή κάπου στη διαδρομή χάνεται;
Το ταλέντο είναι προϋπόθεση για έναν συγγραφέα. Το θέμα είναι πώς να ξέρει κανείς ότι έχει ή δεν έχει ταλέντο. Αυτό δεν μας το λένε κατάμουτρα οι κριτικοί. Αν μας το έλεγαν, θα ήταν οι συγγραφείς λίγοι και καλοί. Από την άλλη, και στους κριτικούς, ποιος να τους πει αν έχουν ή αν δεν έχουν την ικανότητα να γράψουν κριτική;
* Νιώσατε ποτέ σας μετανάστης;
Όχι. Ή, για να είμαι ειλικρινής, ελάχιστα.
* Μεγαλύτερη σημασία για τη ζωή έχουν οι επιρροές ή οι επιλογές μας;
Ή δεν καταλαβαίνω την ερώτηση ή δεν ξέρω πώς να απαντήσω. Στην Αλβανία τις επιλογές σχετικά με το τι θα διαβάζαμε τις έκανε το καθεστώς. Μέσα σε αυτά τα περιθώρια δημιουργήθηκαν και τα γούστα μου και δέχτηκα κι εγώ τις επιρροές μου. Απ’ αυτή τη σκοπιά έχω τις ίδιες επιρροές με τους Αλβανούς συγγραφείς, καθώς μέχρι τα σαράντα μου έζησα στην Αλβανία.
* Τι είναι πιο σημαντικό για τον συγγραφέα, το κόστος τις επιτυχίας ή το όφελος της αποτυχίας;
Ο συγγραφέας γράφει για να πετύχει. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν είναι συγγραφέας, παρά ένας λάτρης της λογοτεχνίας που κάνει απόπειρες γραφής. Το θέμα, όπως είπα και πιο πριν, είναι αν είναι σε θέση να καταλάβει ότι δεν πρέπει να γράψει. Αυτό το ζήτημα με απασχολεί.
* Τα μεταφράζετε τα όνειρά σας;
Είναι πολύ δύσκολη αυτή η ερώτηση. Τόσο δύσκολη, που η απάντησή της θα ήταν ένα ξεχωριστό δοκίμιο. Αυτό είναι ένα από τα ζητούμενα της λογοτεχνίας. Και είναι τόσο λεπτή η μεταφορά του ονείρου σε λόγο, τόσο άπιαστη, τόσο νεφελώδης, που τα λόγια, για να εκφράσουν το όνειρο, μοιάζουν σαν να προσπαθείς να φτιάξεις ένα βιολί με χοντρά απλάνιστα σανίδια.
* Από ποια λογοτεχνία είστε επηρεασμένος περισσότερο, την αλβανική ή την ελληνική; Μπορείτε να αναφέρετε και κάποια ονόματα προτύπων συγγραφέων σας;
Από την ελληνική είμαι ελάχιστα επηρεασμένος με εξαίρεση της νεοελληνικής ποίησης και των δημοτικών τραγουδιών. Από την αλβανική, θαυμάζω τη φοβερά λιτή εκφραστικότητά της. Είμαι επηρεασμένος κυρίως από την παγκόσμια λογοτεχνία του δέκατου ένατου αιώνα και πιο λίγο από αυτήν του εικοστού αιώνα.
* Τι ζηλεύετε από τα βιβλία σας;
Εγώ δεν ζηλεύω τίποτε. Δεν είμαι νάρκισσος. Άλλοι θα ήθελα να ζήλευαν.
Σας ευχαριστώ πολύ!
------------------------------------------------------------
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου